Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Τα καφενεία διά χειρός Γιώργου Πίττα...


...και με εξαιρετική παρουσίαση της Μπήλιως Τσουκαλά 

 - «Τα Καφενεία της Ελλάδας» στην Αθηναίδα με χορηγό της εκδήλωσης την KSD 

Την Δευτέρα έγινε η παρουσίαση ενος ακόμη βιβλίου του πολυγραφότατου Γιώργου Πίττα. 

Αντί οποιασδήποτε παρουσίασης δημοσιεύουμε όσα είπε η Μπήλιω Τσουκαλά. 
Άντε και στο επόμενο!!! 
"Απόψε παρουσιάζουμε το βιβλίο του Γιώργου «Τα Καφενεία της Ελλάδας» και οι προηγούμενοι ομιλητές τα είπαν τόσο ωραία, που νομίζω πως δεν χρειάζεται να πει κάτι κανείς παραπάνω γι’ αυτό το βιβλίο. Ισως μόνο ότι είναι το 5ο κατά σειρά βιβλίο του ( προηγήθηκαν τα Σημάδια του Αιγαίου 2007, το Πάρος: Οδοιπορικό στον Τόπο και το Χρόνο 2008, η Αθηναϊκή Ταβέρνα 2009, και τα Πανηγύρια στο Αιγαίο 2011). 
Το βιβλίο ανατρέχει στα πρώτα του κεφάλαια στην ιστορία του καφέ, την προέλευσή του και τη διείσδυσή του στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, στο ρόλο και τη λειτουργία του καφενείου, στον ιδιαίτερο κοινωνικό του ρόλο, αναφέρεται στα πρώτα καφενεία που έγραψαν ιστορία στον ελληνικό χώρο, ενώ μέσα από την αναφορά στους μεζέδες που σερβίρονται, τού δίνεται η αφορμή να περιδιαβεί τους γαστρονομικούς πολιτισμούς των περιοχών στις οποίες βρίσκονται καφενεία. 
Επειτα, μιλάει για την αισθητική των χώρων των καφενείων, για τις επιγραφές τους, για το πώς λειτουργούν στην τοπική κοινωνία, για την ιεροτελεστία του καφέ, για τη ρακή και τα παίγνια, για τις πολιτικές συζητήσεις, τις αντιπαραθέσεις και τα καλαμπούρια των καφενόβιων.
Στο δεύτερο -και κυρίως- μέρος του βιβλίου, ο Πίττας περιγράφει 80 καφενεία ( έχοντας κάνει μια δύσκολη επιλογή από τα 300 που έχει επισκεφτεί σε όλη την Ελλάδα) τοποθετώντας τα ανά περιοχή, για να μας δώσει ένα πολύτιμο ιστορικό και πολιτιστικό ντοκουμέντο για την ιστορία του τόπου μας. Είναι μία δίγλωσση έκδοση ( Εκδόσεις «Κοιλάδα Λευκών» 2013), ένα λεύκωμα 254 σελίδων με 170 έγχρωμες φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος, κάποιες από αυτές θα δούμε στη φωτογραφική έκθεση εδώ δίπλα, που επιμελήθηκε η Νίνα Κασσιανού, ιστορικός φωτογραφίας, η οποία θα μας πει αργότερα δυο λόγια για αυτές τις φωτογραφίες. Από τη μεριά μου, επειδή έζησα – και ζω- από πολύ κοντά, όλη αυτή την προσπάθεια που κάνει ο Πίττας για να ερευνήσει, να καταγράψει, να φέρει στο φως και να διασώσει (όσο αυτό είναι δυνατόν) κομμάτια του πολιτισμού αυτού του τόπου, θα ήθελα να πω δυο λόγια για αυτό. Πώς το κάνει αυτό ο Γιώργος και, κυρίως, γιατί το κάνει? Το πάθος και το μεράκι είναι δεδομένα. Είναι ένας ακούραστος εραστής του πολιτισμού της καθημερινότητας! Οργώνει την Ελλάδα, από άκρου σ΄άκρο, ταξιδεύει και εξερευνά, ψάχνει και ρωτά σαν διαμόνιος ρεπόρτερ, βρίσκει και καταγράφει σαν μεθοδικός ερευνητής, έχει έναν τρόπο να προσεγγίζει τους ανθρώπους και να τους κάνει να του ανοίγουν τις πόρτες και τις καρδιές τους που θα τον ζήλευε και ο καλύτερος δημοσιογράφος. Και όλα αυτά, τα κάνει με μια τρυφερότητα και μια ευγένεια, καθόλου.....δημοσιογραφική. Κάνει δουλειά ρεπόρτερ, αλλά και φωτογράφου και ερευνητή, αλλά με την προσέγγιση ενός ακάματου περιηγητή, που η χαρά του είναι το εύρημα, γιατί αυτό είναι που του δίνει δύναμη και χαρά. Θέλω να πω ότι ο Γιώργος βγάζει σε αυτό που κάνει, όλη την αγωγή και την άποψη ζωής που πήρε από τη μάνα του και το σπίτι του, δηλαδή από ανθρώπους σαν τον πατέρα του, τον Κώστα τον Πίττα ή τον παππού του τον Λορέντζο Χαλκούση μεγαλέμπορου της Κωνστάτζας –αδελφικού φίλου του Δανιηλόπουλου, του πρωταγωνιστή του διηγήματος της Μαριάνας Κορομηλά-, που είχε έρθει από τη Ρουμανία πρόσφυγας έχοντας χάσει τα πάντα, αλλά κάθε μεσημέρι όταν τρώγανε τις κονσέρβες της αμερικανικής βοήθειας, στο τραπέζι και είχε τις λινές πετσέτες με το μονόγραμμά του, τα μόνα που είχε διασώσει. Και δεν γκρίνιαζε που είχε χάσει τα πάντα, ούτε μιλούσε για τα περασμένα μεγαλεία. Ζούσε με αυτό που είχε, γιατί ήταν άρχοντας, ακόμη και στη φτώχεια. Εάν λοιπόν έχουμε να πάρουμε ένα μάθημα από αυτές τις ιστορίες των ανθρώπων που βρήκε ο Πίττας και κατέγραψε «Στα Καφενεία της Ελλάδας», πέρα από το προφανές, δηλαδή την αξία αυτών των καφενείων ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί έζησαν στα δύσκολα, επιβίωσαν στα τραγικά, δεν το έβαλαν κάτω, δεν τα παράτησαν, έμειναν όρθιοι και περήφανοι στη μοίρα τους, άρχοντες μέσα στη φτώχεια τους. Πολυμήχανοι σαν τον Οδυσσέα όταν χρειαζόταν, μετατρέποντας το καφενείο τους σε ...πολυχώρο παροχής πολλαπλών υπηρεσιών ( στο βιβλίο θα βρούμε και καφενεία που λειτουργούν σαν παντοπωλεία, τσαγκαράδικα, ψιλικατζίδικα, πρακτορεία, χασάπικα, κουρεία, κλπ.), οι ιδιοκτήτες των καφενείων της Ελλάδας συνοψίζουν, κατά τη γνώμη μου, το δράμα αλλά και το μεγαλείο της Ελλάδας: από το τίποτα στο όλα, από το μικρό στο μεγάλο, από το ελάχιστο στην υπέρβαση. Και όλα αυτά να μπορούν σε μια στροφή της ιστορίας να γίνουν και αντίστροφα!!! Είναι λοιπόν μια Ελλάδα, αυτή που περιγράφει και φέρνει στο φως ο Γιώργος, που έχει υποφέρει, έχει επιβιώσει, έχει δημιουργήσει, έχει καταστρέψει, έχει σκοτώσει αδελφό, έχει προδώσει φίλο. Εχει όμως κάνει και θαύματα. Αυτή την Ελλάδα την αγαπάει ο Πίττας βαθειά. Και την σέβεται μέσα στις αντιφάσεις της. Αυτή την Ελλάδα καταγράφει στα βιβλία του και αυτή προσπαθεί να μας κάνει να θυμηθούμε και να διασώσουμε. Γιατί από αυτή την Ελλάδα, που σιγά-σιγά εξαφανίζεται, μπορούμε να διδαχθούμε πολλά. Η χαρά της καθημερινότητας, σε καιρούς δύσκολους. Η αντιπαλότητα, που δεν γίνεται μίσος ούτε ταξικό ούτε φυλετικό. Η συμβίωση με τον άλλο, όσο διαφορετικός κι αν είναι από εμάς. Η άποψη της αισθητικής του χώρου, που υπαγορεύεται από εσωτερικές ανάγκες και όχι από μόδες. Αυτή η Ελλάδα που ο Πίττας μάς δείχνει, είναι η Ελλάδα που χρειαζόμαστε για να θυμηθούμε την ταυτότητά μας, να μη χάσουμε το μπούσουλα, να πορευτούμε στα δύσκολα ξέροντας ότι κάποιοι, με πολύ λιγότερα από εμάς, μπόρεσαν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά να μη χάσουν και το χαμόγελο και τη διάθεση για καλαμπούρι. Είναι κάτι που αποτυπώθηκε και στις φωτογραφίες που τράβηξε ο Γιώργος από τα καφενεία που κατέγραψε, στιγμιότυπα που απαθανατίζουν αυτούς τους ανθρώπους και τους χώρους των καφενείων τους. Η παρακείμενη έκθεση με αυτό το φωτογραφικό υλικό, που θα επισκευθούμε τώρα, θα μας δώσει την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε. Η έκθεση θα μείνει για 15 ημέρες σε λειτουργία, εδώ στην Αθηναίδα".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου